- ἀπροαιρεσία
- ἀπροαιρ-εσία, ἡ,A inconsistency, Hp.Ep.17; prob. in Sammelb. 4317.5 (ii/iii A. D.), for τῆς σῆς σαπροεραισει.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπροαιρεσίην — ἀπροαιρεσία inconsistency fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)